Τα καραβάνια των ηττημένων

Άμεση παραλαβή / Παράδoση 1 έως 3 ημέρες
10,00 €
Καλέστε μας στο: 281970 24463

Το εικοστό όγδοο στη σειρά μας για την Ελληνική λογοτεχνία είναι ένα πολύ ιδιαίτερο βιβλίο με στοιχεία παραμυθιού και μαγικού ρεαλισμού με τους πρωταγωνιστές της ιστορίας να είναι τοποθετημένοι σε ένα φανταστικό τοπίο όπου όμως όλα θυμίζουν γνωστές και πολλές φορές επώδυνες καταστάσεις του σύγχρονου κόσμου και της πατρίδας μας. Τα Καραβάνια των ηττημένων όμως παρά τον τίτλο τους δεν είναι ένα θλιμμένο αλλά ένα αισιόδοξο κείμενο όπου κυριαρχεί η αναζήτηση της ελπίδας από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα. Με τα λόγια του συγγραφέα Τα Καραβάνια των ηττημένων είναι πρωτίστως η ιστορία του Λαγοπόδαρου και της Ευωδιαστής, της απόλυτης αγάπης τους και των δοκιμασιών τους. Αλλά και η ιστορία προσφύγων και ανθρώπων κατατρεγμένων. Είναι ακόμα η ιστορία ανθρώπων απλών και φιλότιμων, κι ανθρώπων διάφανων · ανθρώπων με άδοξο τέλος κι ανθρώπων λαμπερών και δοτικών. Είναι μια ιστορία για τον έρωτα και την απώλειά του, για την ελπίδα και την απελπισία, για την ήττα και τη νίκη, για τον θάνατο και την ανάσταση. Είναι μια ιστορία για τους ηττημένους του έρωτα και της ζωής, μια ιστορία για τη δύναμη και τη νίκη της αγάπης Απόσπασμα από το βιβλίο Όσο καιρό κράτησε το ταξίδι τους φύσαγε νοτιάς που τους τράβαγε μαζί του και τους έκανε να βαδίζουν πιο γρήγορα λες κι ήταν σίγουροι για τον προορισμό τους. Έπειτα ο Αντέλ κουβάλαγε μια μικρή ξυλοκατασκευή με μια συρμάτινη χορδή, ένα παραδοσιακό μουσικό όργανο της πατρίδας του που έβγαζε ένα ήχο σα βουητό. Έμοιαζε σαν να ήταν ένα μικροσκοπικό ανάλογο του κοντραμπάσου της συμμετρίας, λιγότερο εξελιγμένο ίσως, ανάλογο πάντως στη μορφή, αλλά προπάντων στη λειτουργία. Πραγματικά: όποτε ο Αντέλ χτυπούσε τη χορδή προστίθενταν στην παρέα τους κι άλλοι περιπατητές. Σε λίγο, οι αρχές του κάθε τόπου τους έβλεπαν τόσους πολλούς και τόσο αποφασισμένους που όχι μόνο δεν τους ενοχλούσαν αλλά τους έκαναν τόπο να περάσουν λες κι ήταν ποδηλάτες ή δρομείς. Πώς διαδόθηκε ο ρόλος τους κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά. Πάντως σα μια μόδα εκκωφαντική όλοι μιλούσαν για το καραβάνι των ηττημένων της αγάπης. Ενδιαφέρονταν γι αυτούς άνθρωποι της τέχνης, της πολιτικής, των μέσων ενημέρωσης. Απ’ όπου περνούσαν σήμαινε συναγερμός. Οι απλοί άνθρωποι έβγαιναν στους δρόμους να τους προϋπαντήσουν, τους έραιναν με λουλούδια, τους έδιναν προμήθειες για τη συνέχιση του ταξιδιού τους. Πάνω από όλα τους έδιναν κουράγιο να συνεχίσουν την πορεία τους. Τους έλεγαν ένα μεγάλο ευχαριστώ γι αυτό που έκαναν, γι αυτό που θα ήθελαν κι οι ίδιοι να κάνουν, αλλά δεν το είχαν σκεφτεί ή δεν είχαν το κουράγιο να κάνουν. Ευγνωμοσύνη αισθάνονταν οι απλοί άνθρωποι όσο αυτή η πορεία ήταν ένα απλό, άδολο περπάτημα από έναν μικρό καταυλισμό μέχρι τα πέρατα της γης. Γιατί πού αλλού θα μπορούσαν να φτάσουν οι περιπατητές με το ρυθμό που περπατούσαν και αυξάνονταν; Και το όργανο του Αντέλ, όλοι νόμιζαν ότι έχει κάποιο μυστικιστικό, μαγικό χαρακτήρα που έλκει τα πλήθη· μα τι μαγικό μπορεί να έχει ένα φτηνόξυλο με μια απλή χορδή από σύρμα, που σημειωτέον του είχε σπάσει του Αντέλ και την είχε αντικαταστήσει με ένα κομμάτι σύρμα που περίσσευε από μια περίφραξη; Είπαμε πως όταν χαθεί η απλότητα αρχίζουν όλα τα προβλήματα. Κι ότι οι άνθρωποι έχουν μια μανία να καταστρέφουν τους παραδείσους τους και έπειτα να μετανιώνουν όλη τους τη ζωή γι αυτό και να μην τους είναι αρκετό. Το ίδιο συνέβη βέβαια και με την πορεία αγάπης. Στην αρχή όλα ήταν καλά και αγνά. Γρήγορα όμως κάποιοι θέλησαν να ξεχωρίσουν εκμεταλλευόμενοι τη δημοσιότητα που είχε λάβει το γεγονός και να προβάλουν τον εαυτό τους και τις απόψεις τους. Άρχισαν να μιλάνε, να ερμηνεύουν, να σχεδιάζουν, να υπολογίζουν και πάνω από όλα να επιχειρούν να προσδώσουν ιδεολογία σε αυτόν τον αυθόρμητο περίπατο. Μα αν υπήρχε ένα χαρακτηριστικό στο ταξίδι αυτών των πονεμένων ήταν ότι αποτελούνταν από ανθρώπους λαβωμένους, ηττημένους και γι αυτό αληθινούς και απόλυτα ελεύθερους. Γιατί τι να κρύψει ο χαμένος; Μόνο η ψυχή του τού απόμεινε· τι να φοβηθεί; Ο πόνος είναι σύντροφος πια κι όχι μαράζι.