Οι Παράξενες Μέρες παρουσιάζουν το πρώτο βιβλίο του Έλσον Ζγκούρη

Στην Ελλάδα ήμουν πάντα «ο Αλβανός». Όταν επισκεπτόμουν την Αλβανία γινόμουν αυτόματα «ο Έλληνας». Σε τσακωμούς, και στις δύο χώρες, κολλούσαν στην αντίστοιχη λέξη το «βρωμο». Όταν πήγα να σπουδάσω για έναν χρόνο στο Βέλγιο, στα πρώτα χρόνια της οικονομικής κρίσης, ήμουν «ο τεμπέλης Έλληνας». Μαχόμουν με σθένος να αποδείξω πως αυτό το, καλλιεργημένο τελευταία, στερεότυπο για τον «τεμπέλη Έλληνα που δεν πληρώνει ποτέ φόρους στο Κράτος» δεν ισχύει και είναι πέρα για πέρα άδικο. Όταν πηγαίνω στην Κύπρο είμαι «ο Καλαμαράς ή ο Ελλαδίτης». Γιατί αρέσει τόσο πολύ στον κόσμο να βάζει ταμπέλες; Στην Ελλάδα συνήθιζα να ακούω, φαντάζομαι και πολλοί άλλοι, το «μα δε μοιάζεις με Αλβανό». Στη Γερμανία, όπου ήρθα ως κάτοχος ελληνικής υπηκοότητας, ως Έλληνας, άκουσα κάποιες φορές το «μα δε μοιάζεις με Έλληνα». Όσο αστεία κι αν ακούγονται όλα αυτά, που σίγουρα έχουν και την αστεία τους πλευρά, έχουν και μια πολύ άσχημη πλευρά. Κάθε ένας από αυτούς τους χαρακτηρισμούς προκαλεί κάτι διαφορετικό στον κάθε άνθρωπο, αδιαφορία, θυμό, πόνο. Κάποιοι διαχειρίζονται αυτόν τον πόνο με σχετική ευκολία και κάποιους άλλους τους ταλαιπωρεί μια ολόκληρη ζωή. Η ευχή μου είναι να εξαλειφθεί εντελώς αυτός ο πόνος, αν και όπου υπάρχει. Να βλέπουμε περισσότερο τον καθένα ατομικά χωρίς τις ταμπέλες που κουβαλά. Διότι αν βγάλεις την ταμπέλα του μετανάστη, του πρόσφυγα, του «άλλου», του «δικού μας» από τους ανθρώπους, τι είναι αυτό που μένει; Δεν μένει τίποτα άλλο παρά μονάχα ο άνθρωπος. Να δούμε τον άνθρωπο ως άνθρωπο, έτσι όπως τον βλέπουν τα μάτια ενός παιδιού, δίχως καμία απολύτως ταμπέλα. / ΕΛΣΟΝ ΖΓΚΟΥΡΗ Και έτσι, μετά από μια ενδιαφέρουσα, πενθήμερη περιπέτεια στα βουνά της Δυτικής Μακεδονίας, φτάνω επιτέλους στον προορισμό μου και η ευημερούσα τότε Ελλάς αποκτά έναν ακόμα οικοδόμο εργάτη. Η προσαρμογή δύσκολη, η επιθυμία να γυρίσω πίσω στην πατρίδα και στους φίλους μου αφόρητη, αλλά ο φόβος της σύλληψης και της απέλασης δυνατότερος. Κι έτσι έμεινα. Είχα τον αδερφό μου, έκανα φίλους, όλως περιέργως Έλληνες ομογενείς της Αλβανίας, οι οποίοι βίωναν σχεδόν όπως και εμείς την αποστροφή και την απόρριψη της τότε ελληνικής κοινωνίας, αφού βλέπετε ήταν Αλβανοί και αυτοί. Άρχισα να μαθαίνω τη γλώσσα. Μου άρεσαν πολύ τα ελληνικά, κι έγιναν η εμμονή και το πάθος μου. Σε δυο μήνες έμαθα να διαβάζω τα πάντα, άσχετα αν δεν καταλάβαινα τα περισσότερα. Στον ενάμιση χρόνο άρχισα να μαθαίνω γραφή, ορθογραφία, μόνος μου, με κάτι σχολικά βιβλία γραμματικής. Δεν σπούδασα, ήμουν τα τρία πρώτα χρόνια παράνομος, δεν με δεχόντουσαν πουθενά. Μετά τα παράτησα, δεν είχε πλέον σημασία. Έτσι τα έμαθα τα ελληνικά. Με το πέρασμα του χρόνου έμαθα κι άλλα πολλά. Κατάλαβα ότι Έλληνες και Αλβανοί τελικά δεν έχουμε καμία διαφορά. Ή μάλλον μονάχα μία. Οι Αλβανοί βρίσκονται ακόμη στο στάδιο του βαλκανικού κατσαπλιαδισμού, ενώ οι Έλληνες έχουν ήδη φτάσει στο επίπεδο του νεόπλουτου επαρχιώτη. Κατά τ’ άλλα, είμαστε το ίδιο λαμόγια, αμόρφωτοι, ιδεοληπτικοί, απατεώνες, ρατσιστές, φανατισμένοι κλπ. Όπως είμαστε και γενναίοι, μάγκες, φιλόξενοι, εργατικοί, πανέξυπνοι, καταφερτζήδες κλπ. Ξέρω ότι σε πολλούς από εσάς αυτό θα ακούγεται από μη ρεαλιστικό έως και προσβλητικό. «Έλα ρε Αλβανέ που είμαστε ίδιοι», αλλά η αλήθεια είναι αυτή. Κι αφού έμαθα αυτό, τα άλλα ήταν σχετικά εύκολα. Έμαθα να μη δίνω σημασία όταν πατέρας φοβέριζε το παιδί του μπροστά μου, λέγοντάς του ότι θα βάλει τον Αλβανό να τον φάει, και το παιδί να τρέμει από τον φόβο του. Έμαθα να μη δίνω σημασία όταν τα κορίτσια μας έλεγαν «μου αρέσεις αλλά δεν μπορώ να τα φτιάξω με Αλβανό». Έμαθα να μη δίνω σημασία όταν εξυπηρετούνταν οι Έλληνες κι ας ήμουν εγώ πρώτος στη σειρά. Έμαθα να μη δίνω σημασία όταν τελωνειακοί σου κατέστρεφαν τα χαρτιά, σου έσκιζαν το διαβατήριο επειδή έτσι γούσταραν κι εσύ να μη μπορείς να βρεις πουθενά το δίκιο σου. Έμαθα να μη δίνω σημασία όταν για το ίδιο αδίκημα μας έριχναν τη διπλάσια ποινή. Έμαθα να μη δίνω σημασία όταν για ό,τι γινόταν οι Αλβανοί ήταν εκ προοιμίου ένοχοι. Είναι άπειρα τα περιστατικά και ατελείωτες οι ιστορίες, άλλοτε κωμικοτραγικές, άλλοτε λυπηρές, δυσάρεστες, δαπανηρές. Έβλεπα τη ζωή μου στην Ελλάδα να κυλά, πάντα με την ελπίδα ότι θα αλλάξουν κάποια στιγμή όλα αυτά. Κάπως έτσι λοιπόν έκλεισα αισίως είκοσι χρόνια στην Ελλάδα. Πλέον δεν ακούω πια την ερώτηση που τότε είχε γίνει viral και εφιάλτης μαζί στους Αλβανούς: «Σ ‘αρέσει η Ελλάδα;». Ακούω βέβαια τα «εσύ δε μοιάζεις με Αλβανό, εσύ τα μιλάς τέλεια τα ελληνικά», επειδή ο Αλβανός έπρεπε να φέρεται, να μοιάζει, να μυρίζει και να μιλάει μ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο, «υπάρχουν και καλοί Αλβανοί», που είναι προφανώς λίγοι και ούτω καθεξής. Αλλά ας είναι. Για να γυρίσει ο ήλιος…. ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Ο Έλσον Ζγκούρη γεννήθηκε στο Belsh της Αλβανίας. Σε μικρή ηλικία μετανάστευσε με την οικογένειά του στην Ελλάδα όπου εγκαταστάθηκαν σ’ ένα μικρό χωριό στον κάμπο των Γιαννιτσών. Αγάπησε την ελληνική γλώσσα και άρχισε να γράφει από πολύ μικρή ηλικία. Σπούδασε Πληροφορική και Ενεργειακά στην Καβάλα, τη Γάνδη και το Βερολίνο. Δύο διηγήματά του εκδόθηκαν το 2019 από τις εκδόσεις Παράξενες Μέρες. Για τη συλλογή διηγημάτων «Ιστορίες της Άνοιξης» το διήγημα με τίτλο «Ο Μάρτης» και για τη συλλογή διηγημάτων «Γύρω στα μεσάνυχτα» το διήγημα με τίτλο «Η καρέκλα». Το κείμενό του με τίτλο «Τα κίτρινα τριαντάφυλλα» συμπεριλήφθηκε στη συλλογή «Μέρες του 2020» που κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2020 από τις Παράξενες Μέρες. Μιλάει αλβανικά, ελληνικά, αγγλικά και γερμανικά και εκτός από τη γραφή ασχολείται και με μεταφράσεις λογοτεχνικών και επιστημονικών κειμένων. Πρόσφατα μετέφρασε για τις Παράξενες Μέρες το βιβλίο του Ρούντι Ερεμπάρα «Το έπος των άστρων της αυγής» που έχει τιμηθεί με λογοτεχνικό βραβείο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό είναι το πρώτο του βιβλίο.

ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ/ Έλσον Ζγκούρη/ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟ/strangeland /ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ/Γρηγόρης Παπαδογιάννης/ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ/Μάρω Αντωνιάδου /ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΚΔΟΣΗΣ/ Κωστής Μαλουσάρης /ΣΕΙΡΑ: Παράξενες Μέρες στην Ελλάδα -35 / / ΣΕΛΙΔΕΣ/142/ ΤΙΜΗ/ 12 ευρώ / ISBN:978-618-5278-49-6